Το μητρικό γάλα περιέχει όλα τα απαραίτητα θρεπτικά συστατικά, στις κατάλληλες αναλογίες, για τους πρώτους μήνες ζωής του βρέφους. Επιπλέον, το γάλα περιέχει και κύτταρα του ανοσοποιητικού που βοηθούν το βρέφος να αναπτύσσει προστασία από λοιμώξεις του γαστρεντερικού και αναπνευστικού συστήματος και αλλεργίες. Παράλληλα περιέχει ορμόνες για την σωστή ανάπτυξή του και έρευνες έχουν δείξει ότι μειώνει τις πιθανότητες για ανάπτυξη παχυσαρκίας, σακχαρώδη διαβήτη και τερηδόνας μελλοντικά. Η συνιστώμενη διάρκεια αποκλειστικού θηλασμού είναι 6 μήνες.
Ο θηλασμός προσφέρει και οφέλη στη γυναίκα, με μερικά από αυτά να είναι η ευκολότερη επαναφορά του σώματος της στο φυσιολογικό μετά τον τοκετό, η προστασία από τον καρκίνο του μαστού και η διατήρηση των αποθεμάτων σιδήρου λόγω της απώλειας εμμήνου ρήσης. Επιπλέον έχει πρακτικά οφέλη, όπως η ευκολία σίτισης του βρέφους, αφού είναι πάντα διαθέσιμο, δεν χρειάζεται προετοιμασία και δεν κοστίζει όπως συμβαίνει με τα γάλατα του εμπορίου.
Η παραγωγή γάλακτος απαιτεί ενέργεια, η οποία εν μέρει προέρχεται από το λίπος που αποθηκεύτηκε στο σώμα κατά τον τοκετό. Τους 6 μήνες θηλασμού, η γυναίκα μπορεί να χάσει βάρος σχετικά εύκολα, όμως είναι σημαντικό να υπάρχει επαρκής ενεργειακή πρόσληψη για την παραγωγή γάλακτος, αλλιώς δεν θα μπορούν να καλυφθούν οι ανάγκες του βρέφους.
Η σύσταση του γάλακτος σε θρεπτικά συστατικά και βιταμίνες εξαρτάται από την πρόσληψη της μητέρας και σε πολλά από αυτά οι ανάγκες είναι αυξημένες. Η πρόσληψη πρωτεΐνης πρέπει να αυξηθεί, όπως και των περισσότερων βιταμινών, όπως της C, Α, Ε και του φυλλικού οξέος. Γι’ αυτό, συστήνεται επαρκής κατανάλωση φρούτων, λαχανικών και τροφίμων πλούσια σε πρωτεΐνη, όπως γαλακτοκομικά, αυγά, άπαχο κρέας, ψάρια και όσπρια. Είναι επίσης σημαντικό να υπάρχει ισορροπημένη πρόσληψη λιπαρών, καθώς η σύσταση του μητρικού γάλακτος σε λιπαρά καθορίζεται από αυτά που καταναλώνει η μητέρα.
Η καλή διατροφή της εγκύου παίζει σημαντικό ρόλο στην ομαλή θρέψη και ανάπτυξη του εμβρύου και μάλιστα το ιδανικό είναι πριν την αρχή της κύησης να υπάρχουν καλές διατροφικές συνήθειες και φυσιολογικό σωματικό βάρος. Οι ελλειποβαρείς γυναίκες είναι πιο πιθανό να γεννήσουν ελλειποβαρή βρέφη με αυξημένες πιθανότητες νοσηρότητας, ενώ οι παχύσαρκες γυναίκες έχουν συχνότερα επιπλοκές και δυσκολίες κατά την εγκυμοσύνη και τον τοκετό. Η σημαντικότερη επιπλοκή που παρατηρείται σε παχύσαρκες εγκύους είναι ο διαβήτης της κύησης, που μπορεί να προκαλέσει σημαντικά προβλήματα στη διάρκεια της κύησης αλλά και να προδιαθέσει τη γυναίκα για ανάπτυξη Σακχαρώδους Διαβήτη στη μετέπειτα ζωή.