Σύνδρομο Ανεξέλεγκτης Υπερφαγίας

σύνδρομο ανεξέλεγκτης υπερφαγίας

Η «Ανεξέλεγκτη Υπερφαγία» (Binge Eating) και το «Σύνδρομο της Ανεξέλεγκτης Υπερφαγίας» (Binge Eating Disorder), αποτελούν τεχνικούς όρους στην κλινική και ερευνητική βιβλιογραφία των διατροφικών διαταραχών αναφέρονται σε έναν ιδιαίτερο τύπο υπερβολικής κατανάλωσης τροφής.[1] Η φράση Binge Eating αναφέρεται συνήθως σε διατροφική λήψη που κρίνεται υπερβολική και χαρακτηρίζεται από απώλεια του ελέγχου των ποσοτήτων που τρώμε. Ο ορισμός του Συνδρόμου Ανεξέλεγκτης Υπερφαγίας, αναφέρεται κάθε φορά όχι μόνο στην αίσθηση απώλειας του ελέγχου αλλά και σε μία αντικειμενικά διατροφική υπερβολή. Το Ninth New Collegiate Dictionary του Webster, ορίζει την υπερβολική υπερφαγία σαν ασυγκράτητη ύφεση και, κάτω από αυτήν την γενική και συχνά αόριστη έννοια της υπερβολής, οι άνθρωποι χρησιμοποιούν αυτόν τον όρο ποικιλοτρόπως. Συστηματική ανάλυση του τι εννοούν οι νέες γυναίκες όταν περιγράφουν τον τρόπο διατροφή τους ως υπερφαγικό, αποκάλυψε ότι αναφέρονται κυρίως στην εμπειρία της απώλειας του ελέγχου που βιώνουν στην κατανάλωση τροφής και όχι στην καταναλισκόμενη ποσότητα, γεγονός που αποτελεί σημαντικό χαρακτηριστικό (Beglin and Fairburn, 1992).[1]

Πλήθος κλινικών και ερευνητικών στοιχείων έχουν συλλεχθεί και αφορούν σε μια ομάδα ανθρώπων, πολλοί εκ των οποίων αλλά όχι όλοι, είναι παχύσαρκοι και βιώνουν σαφή επεισόδια υπερβολικής πρόσληψης τροφής, αλλά παρόλα αυτά δεν πληρούν όλα τα κριτήρια για διάγνωση νευρικής βουλιμίας. Το γεγονός προάγει την διαπραγμάτευση του θέματος στην ερευνητική βιβλιογραφία, ως προς το εάν μια καινούρια διαταραχή γνωστή ως Σύνδρομο Ανεξέλεγκτης Υπερφαγίας, πρέπει να προστεθεί στις διαγνώσεις των διατροφικών διαταραχών του DSM-IV. Δεδομένου ότι τα μέχρι τώρα κριτήρια βρίσκονται ακόμα σε προκαταρκτικό στάδιο, η διάγνωση του  Συνδρόμου Ανεξέλεγκτης Υπερφαγίας, παραμένει στο DSM-IV, στην προσωρινή θέση των «Ερευνητικών Κριτηρίων».

Ο Robert Spitzer μαζί με πολλούς άλλους ερευνητές, στα πλαίσια του τομέα της παχυσαρκίας στις ΗΠΑ, διεξήγαγε μια μεγάλη έρευνα που αφορά σε αρκετά προγράμματα ελέγχου του βάρους, ταυτόχρονα με  μια μεγάλη κοινοτική έρευνα. Η ερευνητική αυτή ομάδα ήταν η πρώτη που πρότεινε ότι  η διαταραχή, η οποία περιλαμβάνει την βασική πτυχή της απώλειας ελέγχου και των επεισοδίων υπερφαγίας, προσβάλλει το 30% των ατόμων που ακολουθούν νοσοκομειακά προγράμματα για τον έλεγχο του βάρους. Παράλληλα, προσβάλλει μόνο το 2% των ατόμων φυσιολογικού βάρους καθώς και το 4% των ατόμων φυσιολογικού βάρους στην συγκεκριμένη ομάδα ανθρώπων. Η ομάδα συμπέρανε ότι, γενικά, το Σύνδρομο Ανεξέλεγκτης Υπερφαγίας, σχετιζόταν με ιστορικό σοβαρής παχυσαρκίας κατά την διάρκεια της ζωής και συχνές, σημαντικές διακυμάνσεις του βάρους. Επίσης συμπέρανε ότι στον γενικό πληθυσμό μπορεί το σύνδρομο να έχει ελαφρώς υψηλότερη επικράτηση από αυτήν της καθαρτικής βουλιμικής συμπεριφοράς. Λαμβάνοντας ως αρχή τον ισχυρισμό ότι η διαταραχή προστίθεται σαν διαγνωστική κατηγορία διακριτή με την ονομασία «Διατροφική Διαταραχή Μη Προσδιοριζόμενη Αλλιώς», διεξήγαγαν μια πολύπλευρη μελέτη, σαν αποτέλεσμα της οποίας συμπέραναν ότι οι άνθρωποι αυτοί επίσης βιώνουν αρκετά πρόσθετα προβλήματα τα οποία θα μπορούσαν να παραπέμψουν σε ψυχιατρική διαταραχή, η οποία περιλαμβάνει εξαντλητική δουλειά, υπερβολική ανησυχία για το σωματικό βάρος και σχήμα, γενική ψυχοπαθολογία και ισχυρό ιστορικό κατάθλιψης, κατάχρηση αλκοόλ και ουσιών, και τέλος θεραπεία για συναισθηματικά προβλήματα (Spitzer και συνεργάτες, 1993). Διαπίστωσαν ότι το Σύνδρομο Ανεξέλεγκτης Υπερφαγίας, αντίθετα από την νευρική βουλιμία, αφορά λιγότερο τις γυναίκες σε σχέση με τους άνδρες, στα δείγματα ελέγχου του βάρους της έρευνας, ενώ ήταν εξίσου σύνηθες στην κοινότητα μη ασθενών και στα δείγματα από κολέγια. Άλλη σημαντική διαφορά ανάμεσα στα άτομα με το Σ.Α.Υ. και εκείνους με νευρογενή βουλιμία, είναι η διαφορά της χρονικής σχέσης ανάμεσα στις ανησυχίες για το σωματικό βάρος και την δίαιτα και στην έναρξη της ανεξέλεγκτης υπερφαγίας. Ενώ για την πλειοψηφία των βουλιμικών, η δίαιτα προηγείται της υπερφαγίας, για πολλούς ανθρώπους με το  Σύνδρομο Ανεξέλεγκτης Υπερφαγίας, η υπερφαγία προηγείται κατά πολύ της δίαιτας. Σε μια ερευνητική μελέτη, το 45% των πασχόντων από το Σύνδρομο Ανεξέλεγκτης Υπερφαγίας, ανέφεραν την δίαιτα πριν την έναρξη της υπερφαγίας, ενώ το 55% ανέφεραν την υπερφαγία πριν την πρώτη τους δίαιτα (Spurell και συνεργάτες, 1997). Η ομάδα που πρώτα ξεκίνησε την υπερφαγία επίσης είχε ιστορικό περισσότερων ψυχιατρικών προβλημάτων.

Είτε το φαινόμενο του Συνδρόμου Ανεξέλεγκτης Υπερφαγίας, είναι εύκολα προσδιορίσιμο ως ψυχιατρική διαταραχή, είτε όχι, είναι ξεκάθαρο ότι υπάρχει μια μεγάλη ομάδα ανθρώπων, για τους οποίους αποτελεί μεγάλο κοινωνικό και συναισθηματικό, αν όχι και οργανικό, πρόβλημα υγείας. Ωστόσο, οποιοσδήποτε σύμβουλος, στον οποίο έχει ζητηθεί να θεραπεύσει ανθρώπους με διατροφική διαταραχή, είναι πιθανόν να έχει έρθει αντιμέτωπος με την ανάγκη να παρέχει μια αποτελεσματική θεραπεία για το πρόβλημα, όπως κι αν αυτό χαρακτηρίζεται. Αυτή η εκτίμηση γίνεται ολοένα και πιο σημαντική με την ραγδαία άνοδο της συχνότητας εμφάνισης της παχυσαρκίας στον πληθυσμό. Στην Μ. Βρετανία, το 1980, μόνο το 7% του πληθυσμού ήταν παχύσαρκοι. Αυτός ο αριθμός ως το 1993 διπλασιάστηκε σε 15%, και περίπου ο μισός από τον πληθυσμό είχε σωματικό βάρος υψηλότερο σε σχέση με το ύψος του, από ότι το επιθυμητό (Wilseman, 1996) .

Τα ερευνητικά κριτήρια του DSM-IV, για το Σύνδρομο Ανεξέλεγκτης Υπερφαγίας, είναι τα ακόλουθα:

  • Επαναλαμβανόμενα επεισόδια υπερφαγίας που χαρακτηρίζονται από:
    1. Κατανάλωση σε μια σύντομη χρονική περίοδο, ποσότητας τροφής η οποία είναι σαφώς μεγαλύτερη από αυτήν που θα κατανάλωναν οι περισσότεροι άνθρωποι στην ίδια χρονική περίοδο, κάτω από τις ίδιες συνθήκες.
    2. Ένα αίσθημα απώλειας του ελέγχου στην κατανάλωση της τροφής κατά την διάρκεια του επεισοδίου.
  • Τα επεισόδια υπερφαγίας σχετίζονται με τουλάχιστον τρία από τα ακόλουθα:
    1. Κατανάλωση τροφής με ταχύτητα πολύ μεγαλύτερη από την φυσιολογική
    2. Το άτομο τρώει μέχρι την εμφάνιση δυσάρεστων αισθήσεων γαστρικής πλήρωσης.
  • Κατανάλωση μεγάλων ποσοτήτων τροφής χωρίς το οργανικό αίσθημα της πείνας.
  1. Μοναχικές διατροφικές λήψεις ώστε να μην γίνουν γνωστές στους άλλους οι ποσότητες που καταναλώνουν.
  2. Αισθήσεις αποστροφής του ατόμου, κατάθλιψης ή ενοχής, μετά το επεισόδιο της ανεξέλεγκτης υπερφαγίας.
  • Σοβαρή κατάσταση θλίψης όσον αφορά την ακούσια υπερφαγία.
  • Τα επεισόδια λαμβάνουν χώρα, κατά μέσο όρο δύο ημέρες την εβδομάδα για έξι μήνες.
  • Η υπερφαγία δεν σχετίζεται με την χρήση ακατάλληλων αντισταθμιστικών συμπεριφορών
  • Η διαταραχή δεν ανταποκρίνεται στα διαγνωστικά κριτήρια της νευρογενούς βουλιμίας.[2]

Αυτή η διαταραχή της διατροφικής συμπεριφοράς παρουσιάζει μια σημαντική διαφορά ως προς την νευρική ανορεξία και την νευρική βουλιμία: αφορά λιγότερο τις γυναίκες και ίσως μάλιστα παρουσιάζεται με την ίδια συχνότητα και στα δύο φύλα.

Οι παχύσαρκοι, ανεξέλεγκτοι υπερφάγοι μοιάζουν να διαφοροποιούνται σε πολλά από τους παχύσαρκους με φυσιολογική διατροφική συμπεριφορά. Μπορεί να βασανίζονται περισσότερο από την σκέψη για τροφή, απορροφημένοι πάντα στην προσπάθεια να περιοριστούν χωρίς ποτέ να τα καταφέρνουν. Μπορεί να είναι πιο αγχωμένοι για το βάρος τους και πιο ανικανοποίητοι από το παρουσιαστικό τους. Όπως αναφέρθηκε νωρίτερα, αυτοί οι ασθενείς μπορεί επίσης να είναι περισσότερο ψυχικά διαταραγμένοι: παρατηρούνται καταθλιπτικές συμπεριφορές, κρίσεις πανικού και εκδηλώσεις φοβιών. Τέλος, έχουν ίσως περισσότερες διαταραχές προσωπικότητας, με επικρατέστερες την «Μεταιχμιακή Προσωπικότητα» (που χαρακτηρίζονται από την παρορμητικότητα, την αστάθεια συναισθημάτων και σχέσεων με τους άλλους, την ανικανότητα να ανεχθούν την μοναξιά, συναισθήματα ανίας ή κενού, αβεβαιότητα για την ίδια τους την ταυτότητα), από τις προσωπικότητες που πάσχουν από «Αποφευκτική Διαταραχή Προσωπικότητας» (αυτές οι προσωπικότητες αποφεύγουν κάθε στενή σχέση, είναι υπερευαίσθητες στην απόρριψη και διστάζουν να συνδεθούν με τους άλλους αν δεν είναι σίγουρες για μια επιδοκιμασία χωρίς κριτική, βρίσκονται σε αιώνια αναζήτηση επιδοκιμασίας και αγάπης, ενώ ταυτόχρονα έχουν ελάχιστη αυτοεκτίμηση).

Από την πλευρά της αποτελεσματικότητας των μεθόδων αδυνατίσματος, καθώς τα άτομα αυτά ενθουσιάζονται πιο εύκολα, αδυνατίζουν εύκολα στην αρχή, αλλά εγκαταλείπουν την προσπάθεια με την ίδια ευκολία. Συνεπώς, το βάρος τους θα είναι ασταθές, διαγράφοντας συνεχείς κύκλους απωλειών και ανακτήσεων βάρους.

Είναι ευνόητο, ότι το ζητούμενο είναι αν η παχυσαρκία μπορεί να οφείλεται σε αποκλίνουσες διατροφικές συμπεριφορές ή αντίθετα αν το Σύνδρομο της Ανεξέλεγκτης Υπερφαγίας προκύπτει από προσπάθειες περιορισμού παχύσαρκων που δεν μπορούν να αδυνατίσουν. Το θέμα δεν έχει διευκρινιστεί. Αν κάποιοι συγγραφείς παρατηρούν ότι οι διαταραχές της διατροφικής συμπεριφοράς προηγούνται του πλεονάζοντος βάρους στα 2/3 των περιπτώσεων, άλλοι επισημαίνουν ότι το Σύνδρομο της Ανεξέλεγκτης Υπερφαγίας είναι συχνότερο στα άτομα που υπήρξαν παχύσαρκα στην παιδική τους ηλικία ή που έχουν παχύσαρκους γονείς.[2]

 

Πηγή:

  1. Fairburn Christopher and Wilson G. Terence (eds.), Binge Eating «Nature, Assessment, and Treatment» Guilford Press.
  2. Fairburn Christopher, (2005). Βουλιμία «Ξανά κερδίστε τον έλεγχο», εκδόσεις Πατάκη.