Ψυχογενής Βουλιμία

βουλιμία

 

Ο όρος βουλιμία προέρχεται από τις ελληνικές λέξεις «βους» (βόδι) και «λιμός» (πείνα). Με την έννοια αυτή μπορεί να περιγράφει δύο πράγματα: αυτόν που είναι σε θέση να καταναλώσει μια μεγάλη ποσότητα τροφής, αλλά και κάποιον που πεινάει τόσο πολύ ώστε να μπορεί να καταναλώσει στην κυριολεξία ένα ολόκληρο βόδι.

  Η βουλιμία έχει μακρά ιστορία και σαν ιδιαίτερη κλινική οντότητα αναγνωρίστηκε από τον Έλληνα γιατρό Γαληνό, ο οποίος την ονόμασε βουλιμία ή μεγάλη πείνα και την απέδιδε σε έναν όξινο χυμό του στομάχου, που προκαλούσε έντονα αλλά λανθασμένα μηνύματα πείνας. Χειρόγραφα και τυπωμένες εργασίες, από  τον 14ο ως τον 20ο  αιώνα, επιδεικνύουν ευρεία χρήση του όρου «βουλιμία» καθώς και μια ποικιλία όρων όπως, «κυνορεξία», «σκυλίσια όρεξη», και «νοσηρή πείνα». Η χρήση του όρου «βούλιμος» στην Αγγλική γλώσσα, χρονολογείται από το 1398. Το 1892,  στο Λεξικό της Ψυχολογικής Ιατρικής (dictionary of psychological medicine) του Tuke, υπάρχει ο ισχυρισμός ότι η βουλιμία και η σκυλίσια όρεξη,  (όρος που αποτελούσε τύπο της καθομιλουμένης, για να χαρακτηρίσει την πρωτόγονη σκυλίσια όρεξη, η οποία συχνά ανακουφιζόταν από την πρόκληση εμετού), αποτελούσαν την ίδια κατάσταση.

Ένα ποσοστό 1,1 – 4,2% των γυναικών παρουσιάζουν νευρική βουλιμία κατά την διάρκεια της ζωής τους. Οι πάσχοντες από νευρική βουλιμία καταναλώνουν μεγάλες ποσότητες τροφής και έπειτα απαλλάσσουν τα σώματά τους από τις επιπλέον θερμίδες προκαλώντας εμετό, χρησιμοποιώντας καθαρτικά ή διουρητικά, κάνοντας χρήση κλυσμάτων ή κάνοντας φρενήρη σωματική άσκηση. Κάποιοι από αυτούς χρησιμοποιούν συνδυασμό όλων αυτών των μεθόδων κάθαρσης. Επειδή αρκετοί από  τους πάσχοντες από νευρική βουλιμία διατηρούν μυστική την βουλιμία τους και την καθαρτική τους συμπεριφορά και παραμένουν σε φυσιολογικό ή πάνω από το φυσιολογικό βάρος σώματος, συχνά καταφέρνουν επιτυχώς να κρύβουν το πρόβλημά τους από τους άλλους για χρόνια.

Τα συμπτώματα της νευρικής βουλιμίας συνοπτικά είναι:

  • Επαναλαμβανόμενα επεισόδια ανεξέλεγκτης πρόσληψης τροφής, που χαρακτηρίζονται από υπερβολικές ποσότητες τροφής σε μικρή χρονική περίοδο και με ένα αίσθημα απώλειας του ελέγχου πάνω στην διατροφή κατά την διάρκεια των επεισοδίων.
  • Επαναλαμβανόμενες αντισταθμιστικές συμπεριφορές ούτως ώστε να προλαμβάνεται η πρόσληψη βάρους, όπως αυτοπροκαλούμενος εμετός, χρήση καθαρτικών ή διουρητικών ή άλλων φαρμάκων. Η αντισταθμιστική συμπεριφορά και η ανεξέλεγκτη πρόσληψη τροφής υπάρχουν ταυτόχρονα. Τα χαρακτηριστικά αυτά πρέπει να εμφανίζονται δύο φορές τουλάχιστον την εβδομάδα για μια περίοδο τριών μηνών.
  • Η αυτοεκτίμηση επηρεάζεται υπερβολικά από το βάρος και το σχήμα του σώματος.

Επειδή η κάθαρση και οι λοιπές συμπεριφορές, ακολουθούν την ανεξέλεγκτη κατανάλωση τροφής, άνθρωποι που πάσχουν από νευρική βουλιμία, συχνά έχουν φυσιολογικό βάρος ανάλογα με την ηλικία και το ύψος τους. Οι πάσχοντες από βουλιμία φοβούνται την αύξηση του βάρους τους, αντίθετα εκφράζουν την επιθυμία να χάνουν βάρος και σε κάθε περίπτωση νιώθουν ανικανοποίητοι από την σωματική τους εικόνα. Άνθρωποι με νευρική βουλιμία συχνά εμφανίζουν τις συμπεριφορές αυτές μυστικά, βιώνοντας αίσθημα ντροπής για την ανεξέλεγκτη πρόσληψη μεγάλων ποσοτήτων τροφής και την αποβολή τους (κάθαρση) μέσω του εμετού.

ΔΙΑΤΡΟΦΙΚΗ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΗΣ ΝΕΥΡΟΓΕΝΟΥΣ ΒΟΥΛΙΜΙΑΣ

 

Η ΑΝΑΓΚΗ ΓΙΑ ΔΙΑΤΡΟΦΙΚΕΣ ΣΥΜΒΟΥΛΕΣ-ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΕΙΣ

Λίγα έχουν γραφτεί για την διατροφική διαχείριση της νευρικής ανορεξίας και της νευρογενούς βουλιμίας. Αυτό εκπλήσσει, διότι αποτελούν διαστρέβλωση της διατροφής ή πιο σωστά της διατροφικής συμπεριφοράς και γιατί ο προκύπτων υποσιτισμός που οδηγεί σε σοβαρές επιπλοκές διαφοροποιεί αυτές τις ασθένειες από άλλες διαταραχές. Έχει υποτεθεί ότι το μη φυσιολογικό διατροφικό πρότυπο, θα διορθωθεί από μόνο του εφόσον τα ψυχολογικά προβλήματα επιλυθούν και έχει προταθεί ότι η προσοχή στα διαιτητικά θέματα είναι επικίνδυνη γιατί εστιάζει τον ασθενή στο «σύμπτωμα» παρά στην «παθολογία». Τέτοια συμβουλή είναι όσο γελοία είναι η απαγόρευση της συζήτησης της αλκοολικής συμπεριφοράς σε ασθενείς με ασθένειες που σχετίζονται με τον αλκοολισμό!

Αν και η διατροφική διαταραχή μπορεί να είναι σοβαρή και περίπλοκη, με ποικίλα επίπεδα πρωτεϊνικής έλλειψης, ανεπάρκειες σε απαραίτητα θρεπτικά συστατικά και ηλεκτρολυτική ανισορροπία, είναι ουσιαστικά κατάσταση του υποσιτισμού που απορρέει από μια διατροφή που είναι ανεπαρκής να ανταποκριθεί στις ενεργειακές απαιτήσεις. Η ενεργειακή ανεπάρκεια μπορεί να οδηγήσει σε υπερβολικό αδυνάτισμα (στην περίπτωση των ασθενών με νευρική ανορεξία) ή μπορεί να ωθήσει σε ένα χαοτικό πρότυπο διατροφής, με εναλλακτικά επεισόδια περιορισμού και αντισταθμιστική υπερφαγία (στην περίπτωση των ασθενών με νευρική βουλιμία). Σε οποιαδήποτε περίπτωση, ο ασθενής είναι πιθανό να χρησιμοποιήσει συμπεριφορές που σχετίζονται με εκκένωση με καθαρτικά. Εκτός από τις περισσότερο σοβαρές περιπτώσεις, πάντως, το πεπτικό σύστημα είναι ακέραιο, και τα κυριότερα εμπόδια για την διατροφική αποκατάσταση είναι συμπεριφορικά και ψυχολογικά. Η σύσταση για μια τροποποιημένη – ρυθμισμένη δίαιτα υπάρχει πιθανότητα να είναι αναποτελεσματική, γιατί ενισχύει τα πιστεύω του ασθενούς ότι δεν θα έπρεπε να τρώει κανονικά. Δεν είναι τόσο πολύ η διαχείριση της δίαιτας του ασθενούς που είναι περίπλοκη όσο η θεραπείας του ασθενούς  ξεκινώντας αυτή τη δίαιτα.

Το κατάλληλο άτομο για να κατευθύνει την διατροφική αποκατάσταση και για να παρέχει διατροφικές συμβουλές είναι ένας διαιτολόγος, που θα έπρεπε να αποτελεί ένα ζωτικό μέλος της θεραπευτικής ομάδας. Αντίθετα από ψυχιάτρους, ψυχολόγους, άλλους γιατρούς ή ανειδίκευτους συμβούλους, έχουν μια πραγματικά ειδική γνώση των διαιτητικών θεμάτων και το μη απειλητικό καθεστώς τους βοηθά ώστε να κάνει την συμβουλή τους εύκολα αποδεκτή από τον ασθενή. Από την άλλη πλευρά, οι διαιτολόγοι μπορεί να δυσχεραίνονται από τις προηγούμενες εμπειρίες τους. Είναι συνηθισμένοι να αντιμετωπίζουν τα αποτελέσματα της ασθένειας της υπερκατανάλωσης τροφής  και των διαιτών με πολύ υψηλή ενέργεια και σχετικά χαμηλών σε απαραίτητα συστατικά. Για τους διαιτολόγους το διατροφικά διαταραγμένο άτομο προκαλεί ένα παράδοξο με το να εξασκεί την ιδιαίτερη συμπεριφορά των διαιτολόγων που ακολουθούν για τους παχύσαρκους ασθενείς τους. Για να είναι αποτελεσματικός, ο διαιτολόγος πρέπει να είναι ικανός να πηγαίνει πέρα από την χορήγηση των ιδεαλιστικών διαιτών αντίθετα να προάγουν την επιστροφή στην φυσιολογική, λογικά «καλή διατροφή» .

Η εμπιστοσύνη των ασθενών πρέπει να κερδίζεται εάν πρόκειται να αποκαλύψουν την έκταση του φόβου τους για την διατροφή και να ακολουθήσουν τις συμβουλές που τους δίνονται. Τέτοια εμπιστοσύνη προκαλείται όχι μόνο με το να παρέχονται αυστηρές ορθές διατροφικές πληροφορίες αλλά επίσης με το να γίνεται ο διαιτολόγος αρκετά συμπαθής ακροατής. Πάντως, δεν υπάρχει χώρος για συμβιβασμούς όσον αφορά τα ανθυγιεινά πιστεύω και συμπεριφορές του ασθενούς που σχετίζονται με την διατροφή ή δεν υπάρχει νόημα στην διαπραγμάτευση  σχετικά με τους στόχους της θεραπείας. Αυτοί οι στόχοι θα πρέπει να είναι καθορισμένοι από το ξεκίνημα. Αυτοί είναι:

  • Να επιτευχθούν και να διατηρηθούν φυσιολογικά προγράμματα διατροφής στους ενήλικες και φυσιολογική ανάπτυξη στους εφήβους.
  • Να εγκατασταθεί φυσιολογική διατροφική συμπεριφορά.
  • Να προαχθεί η φυσιολογική συμπεριφορά απέναντι στο φαγητό.
  • Να προαχθούν οι φυσιολογικές απαντήσεις όσον αφορά πληροφορίες που αφορούν την πείνα και τον κορεσμό.

 

ΤΟ ΔΙΑΙΤΟΛΟΓΙΚΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ

Το πρώτο βήμα στη διατροφική διαχείριση των διατροφικών διαταραχών είναι να παρθεί το διαιτολογικό ιστορικό του ασθενούς. Αυτό το ιστορικό επιφέρει μια λεπτομερή ανάλυση του διατροφικού μοντέλου του ασθενούς και των διακυμάνσεων του βάρους του από την παιδική ηλικία ως το παρόν, τις μεθόδους ελέγχου βάρους που έχουν χρησιμοποιηθεί, τα τρόφιμα που αποφεύγονται, (τα οποία συνήθως είναι το κόκκινο κρέας, γαλακτοκομικά προϊόντα, και γλυκά και παχυντικά φαγητά), και τους λόγους για τους οποίους τα κάνουν αυτά, και τα περιστατικά χρήσης καθαρτικών, καθώς και της υπερφαγίας. Είναι απαραίτητο να εξαχθούν αυτές οι λεπτομέρειες στο ιστορικό, ώστε να διευκρινιστούν στις μελλοντικές συμβουλευτικές συνεδριάσεις. Μια ημιοργανωμένη συνέντευξη όπως η εξέταση των διατροφικών διαταραχών μπορεί να είναι χρήσιμη στη λήψη κάποιων από αυτές τις πληροφορίες.

Τα πιστεύω των ασθενών για την θρέψη και οι συμπεριφορές απέναντι στην διατροφή πρέπει επίσης να εξερευνηθούν, καθώς επίσης και τα πιστεύω και οι διατροφικές συμπεριφορές άλλων μελών της οικογένειας. Τα παράξενα πιστεύω που αφορούν την διατροφή και που συχνά υπερασπιζόμαστε, όπως για παράδειγμα ότι τα τρόφιμα είναι είτε «καλά» , υγιεινά, και μη παχυντικά, ή «κακά», ανθυγιεινά και παχυντικά. Οι ασθενείς εμφανίζουν ακραία την υπερβολή για τα αναρίθμητα φαγητά που δεν τους αρέσουν και την αποστροφή  ή ακόμα και την περιγραφή τους για υποτιθέμενες αλλεργικές αντιδράσεις σε συγκεκριμένα συστατικά τροφίμων.

Βέβαια, τα διαιτολογικά ιστορικά δεν είναι πάντα ακριβή, επειδή οι ασθενείς μπορεί να είναι ανειλικρινείς σχετικά με την συμπεριφορά τους, αλλά δεν υπάρχει λόγος να γίνει πιστευτό ότι αυτά τα ιστορικά είναι λιγότερο αξιόπιστα από άλλους τύπους κλινικών στοιχείων, όπως τα ψυχιατρικά και ιατρικά ιστορικά. Εντούτοις, είναι απαραίτητο να πραγματοποιηθεί συνάντηση με σημαντικά μέλη της οικογένειας (συνήθως την μητέρα των ασθενών ή την σύζυγο) ώστε να επιβεβαιωθεί η ιστορία των ασθενών, να διαπιστωθεί εάν και άλλα μέλη της οικογένειας έχουν επίσης πρόβλημα με το φαγητό, και να βεβαιωθεί ότι δεν παραβλέπουν τις μη φυσιολογικές πρακτικές των ασθενών.

 

Βιβλιογραφία

  1. Fairburn Christopher, (2005). Βουλιμία «Ξανά κερδίστε τον έλεγχο», εκδόσεις Πατάκη.
  2. Brownele Kelly D., Fairburn Christopher G., (1995). Eating Disorders and Obesity A Comprehensive Handbook, Guilford Press.
  3. (NIMH), National Institute of Mental Health (2001). Expert Assistance provided by Hyman Steven E., and Cuthbert Bruce N., Dolan-Sewell Regina, Vitiello Benedetto, Wittenberg Clarissa and Burr Constance. NIHM Publication No. 01-4901, updated August 06 2002.
  4. (NIMH) National Institute of Mental Ηealth (1993, January). Decade of the Brain, NIH Publication, No. 93-3477.